- ἁγνοτάτα
- ἁγνοτάτᾱ , ἁγνόςpurefem nom/voc/acc superl dualἁγνοτάτᾱ , ἁγνόςpurefem nom/voc superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁγνότατα — ἁγνός pure adverbial superl ἁγνός pure neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοτάτας — ἁγνοτάτᾱς , ἁγνός pure fem acc superl pl ἁγνοτάτᾱς , ἁγνός pure fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευαγής — ές, Α εξαιρετικά ευαγής, ιερότατος, αγνότατος, αμίαντος («αἱ πανευαγεῑς ἐκκλησίαι», Δίον. Αρεοπ.). επίρρ... πανευαγώς (Μ) με τρόπο πολύ ευαγή, ιερότατα, αγνότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐαγής «αγνός, αμίαντος»] … Dictionary of Greek